lithographique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /li.tɔ.ɡʁa.fik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
lithographique | lithographiques |
lithographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
lithographique | lithographiques |
lithographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό