ενικός         πληθυντικός  
lifespan lifespans

  Ετυμολογία

επεξεργασία
lifespan < life + span

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lifespan (en)

  • η διάρκεια ζωής, το χρονικό διάστημα από τη γέννηση ως το θάνατο
    ⮡  the average lifespan of a human/an animal - ο μέσος όρος της ζωής ένος ανθρώπου/ενός ζώου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη lifetime