Ετυμολογία

επεξεργασία
libreria < libro

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
libreria librerie

libreria (it)

  1. ράφι
  2. βιβλιοθήκη
  3. κατάστημα που πουλά βιβλία

Συνώνυμα

επεξεργασία