ενικός         πληθυντικός  
libellé libellés

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

libellé (fr) αρσενικό

  1. η ετικέτα, η σημείωση, η ένδειξη
  2. το πρακτικό

Συγγενικά

επεξεργασία