Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

let fly < → δείτε τις λέξεις let και fly

  Έκφραση επεξεργασία

let fly (en)

  • (ιδιωματισμός) ρίχνομαι, επιτίθεμαι σε κάποιον χτυπώντας τον ή μιλώντας του θυμωμένος
    I have no idea why he let fly at me.
    Ούτε ξέρω γιατί μου ρίχτηκε.

  Πηγές επεξεργασία