lavandino
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- lavandino < lavanda
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
lavandino | lavandini |
lavandino (it)
- ο νιπτήρας
- (μεταφορικά) το άπλυτο πρόσωπο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
lavandino | lavandini |
lavandino (it)