Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
larvicide
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
larvicide
<
larve
+
-cide
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
larvicide
larvicides
larvicide
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
που προκαλεί το
θάνατο
των
νυμφών