Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

larvicide < larve + -cide

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
larvicide larvicides

larvicide (fr) αρσενικό ή θηλυκό