ενικός         πληθυντικός  
largable largables

  Επίθετο

επεξεργασία

largable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • που μπορεί να πεταχτεί (από αεροπλάνο, πύραυλο, κ.α.)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη larguer