Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
laitance laitances

  Ουσιαστικό επεξεργασία

laitance (fr) θηλυκό

  1. μαλακή λευκή ουσία που αποτελείται από το σπέρμα των ψαριών
  2. (οικοδομική) ασπρειδερό στρώμα, αποτελούμενο από τσιμέντο, που εμφανίζεται μερικές φορές στην επιφάνεια του μπετόν