Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /la.kɔ.nik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
laconique laconiques

laconique (fr) αρσενικό ή θηλυκό