lacanien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lacanien | lacaniens |
θηλυκό | lacanienne | lacaniennes |
Επίθετο
επεξεργασίαlacanien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lacanien | lacaniens |
θηλυκό | lacanienne | lacaniennes |
lacanien (fr)