Πολωνικά (pl) Επεξεργασία

  Προφορά Επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

kupa (pl) θηλυκό

  1. (στην παιδική γλώσσα) κακά
  2. (οικείο) η στοίβα, ο σωρός