Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kʁu.miʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
kroumir kroumirs

kroumir (fr) αρσενικό

  1. τιποτένιος άνθρωπος
  2. κάλτσα από κατεργασμένη προβειά, που φοριέται μέσα στις μπότες

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • Les vieux kroumirs. Οι παλιοί, οι γέροι.