kroumir
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
kroumir | kroumirs |
kroumir (fr) αρσενικό
- τιποτένιος άνθρωπος
- κάλτσα από κατεργασμένη προβειά, που φοριέται μέσα στις μπότες
Εκφράσεις
επεξεργασία- Les vieux kroumirs. Οι παλιοί, οι γέροι.