Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ρωσική λέξη.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
kopeck kopecks

kopeck (fr) αρσενικό

Το 1/100ο από το ρούβλι.