kolkhozien
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
kolkhozien | kolkhoziens |
kolkhozien (fr) αρσενικό
- που αφορά το κολχόζ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
kolkhozien | kolkhoziens |
kolkhozien (fr) αρσενικό
- που ανήκει στο κολχόζ