• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

koń

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Κάτω σορβικά (dsb)
    • 1.1 Ουσιαστικό
      • 1.1.1 Δείτε επίσης
  • 2 Πολωνικά (pl)
    • 2.1 Προφορά
    • 2.2 Ουσιαστικό
      • 2.2.1 Παροιμίες
      • 2.2.2 Συγγενικές λέξεις
      • 2.2.3 Σύνθετα

Κάτω σορβικά (dsb)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

koń

  • (ζωολογία) άλογο, άλλη γραφή του kóń

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • άνω σορβικά: kóń



Πολωνικά (pl) Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

Ήχος (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

koń (pl) αρσενικό

  1. (ζωολογία), (σκάκι), (κοινά) το άλογο, ο ίππος
  2. (ενόργανη) ο ίππος
  3. το εφαλτήριο

ΠαροιμίεςΕπεξεργασία

  • darowanemu koniowi w zęby się nie zagląda: (κατά λέξη: όποιου του χαρίζουν άλογο δεν το κοιτάει στα δόντια)
  • koń ma cztery nogi i też się potknie:

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • koniarz
  • koniczek
  • konik
  • konina
  • koniuch
  • koniuszy
  • konnica
  • konno
  • konny
  • koński

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • koniokrad
  • koniokształtne
  • koniokształtny
  • koniowate
  • koniowaty
  • koniowodny
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=koń&oldid=4439434"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Ιανουαρίου 2020, στις 14:20

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Ιανουαρίου 2020, στις 14:20.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie