koń
Κάτω σορβικά (dsb)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
koń
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
koń (pl) αρσενικό
ΠαροιμίεςΕπεξεργασία
- darowanemu koniowi w zęby się nie zagląda: (κατά λέξη: όποιου του χαρίζουν άλογο δεν το κοιτάει στα δόντια)
- koń ma cztery nogi i też się potknie: