Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Από το αγγλικό kitchen, κουζίνα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
kitchenette kitchenettes

kitchenette (fr) θηλυκό

  • μικρή κουζίνα (εξοπλισμένη με τα απολύτως απαραίτητα)