kirsch
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΓερμανική λέξη για το κεράσι.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
kirsch | kirschs |
kirsch (fr) αρσενικό
- κιρς : είδος αλκοόλ φτιαγμένο από κεράσια.
Γερμανική λέξη για το κεράσι.
ενικός | πληθυντικός |
kirsch | kirschs |
kirsch (fr) αρσενικό