Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Ένα μπουκάλι κιρς.

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιρς < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ciɾs/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιρς ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία