kino
Λετονικά (lv)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
kino (lv)
Πολωνικά (pl)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
kino < (άμεσο δάνειο) γερμανική Kino
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
kino (pl) ουδέτερο
- ο κινηματογράφος, το σινεμά με τις έννοιες:
- ως τέχνη
- ως κτίριο ή εγκατάσταση
- (μεταφορικά) το θέατρο (ως γελοία κατάσταση)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Τσεχικά (cs)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
kino (pl) ουδέτερο
- το σινεμά