Ετυμολογία

επεξεργασία
karalamak < kara + -la

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɑ.ɾɑ.ɫɑˈmɑk/

karalamak (tr)

  1. διαγράφω με πλάγια γραμμή (εσφαλμένη, ή μη ενεργή) λέξη που έγραψα με πένα, στυλό ή μαρκαδόρο, τραβώ τυχαία γραμμή πάνω σε εσφαλμένη ή άκυρη πια λέξη
  2. γράφω τυχαία ή απρόσεκτα
  3. (μεταφορικά) δυσφημίζω, δυσφημώ