Ετυμολογία

επεξεργασία
kırıntı < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɯɾɯnˈtɯ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: kı‐rın‐tı

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

kırıntı (tr)

  1. το ψίχουλο, πάρα πολύ μικρό κομμάτι που έχει φύγει από τριμμένο ψωμί, μπισκότο ή άλλο παρόμοιο φαγητό
  2. (μεταφορικά) το ψίχουλο, ψιχίο, για κάτι που προσφέρεται σε πολύ μικρή ποσότητα

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. kırıntı - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν