képi
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
képi | képis |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαképi (fr) αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- képi - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé