Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

jugeable < juger + -able

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
jugeable jugeables

jugeable (fr) αρσενικό ή θηλυκό