jerrycan
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- jerrycan < Jerry (Γερμανός) + can από την χρήση τους από τους Γερμανούς κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈd͡ʒɛɹiˌkæn/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
jerrycan | jerrycans |
jerrycan (en)
Αναφορές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- jerrycan < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
jerrycan | jerrycans |
jerrycan (fr) αρσενικό
- το μπιντόνι