Ετυμολογία

επεξεργασία
jardinage < jardiner

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
jardinage jardinages

jardinage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
jardinage < jardineux

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
jardinage jardinages

jardinage (fr) αρσενικό

  1. ελάττωμα ενός διαμαντιού, σκιές προερχόμενες από σπάσιμο ή ξένη ουσία

Συγγενικά

επεξεργασία