jardinage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- jardinage < jardiner
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
jardinage | jardinages |
jardinage (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- jardinage < jardineux
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
jardinage | jardinages |
jardinage (fr) αρσενικό
- ελάττωμα ενός διαμαντιού, σκιές προερχόμενες από σπάσιμο ή ξένη ουσία