Ετυμολογία

επεξεργασία
jardineux < αρχαία φραγκική °gard

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό jardineux jardineux
θηλυκό jardineuse jardineuses

jardineux (fr) αρσενικό

  • ελαττωματικό διαμάντι ή πολύτιμη πέτρα που παρουσιάζει σκιές προερχόμενες από σπάσιμο ή ξένες ουσίες

Συγγενικά

επεξεργασία