isochrone
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
isochrone | isochrones |
Επίθετο
επεξεργασίαisochrone (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Αναγραμματισμοί
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- isochrone στη γαλλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
isochrone | isochrones |
isochrone (fr) αρσενικό ή θηλυκό