irréversibilité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
irréversibilité | irréversibilités |
Ουσιαστικό επεξεργασία
irréversibilité (fr) θηλυκό
- η μη αναστρεψιμότητα, η κατάσταση κατά την οποία μια εξέλιξη, αλλαγή ή διαδικασία δεν μπορεί να αναστραφεί