Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iʁ.(ʁ)e.ky.pe.ʁabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
irrécupérable irrécupérables

irrécupérable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μη χρησιμοποιήσιμος
  2. για πρόσωπα, που δεν μπορεί να ενταχθεί σε μία ομάδα, ένα κόμμα

Αντώνυμα

επεξεργασία