irrécupérable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
irrécupérable | irrécupérables |
irrécupérable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μη χρησιμοποιήσιμος
- για πρόσωπα, που δεν μπορεί να ενταχθεί σε μία ομάδα, ένα κόμμα