ir (es) ενεστ.: voy, αορ.: fui, μετοχή: ido

  1. πηγαίνω
  2. ire a: πρόκειται να
  3.  δείτε τη λέξη irse

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Σύνδεσμος

επεξεργασία