invraisemblable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.vʁɛ.sɑ̃.blabl/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
invraisemblable | invraisemblables |
invraisemblable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
invraisemblable | invraisemblables |
invraisemblable (fr) αρσενικό ή θηλυκό