invaincu
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | invaincu | invaincus |
θηλυκό | invaincue | invaincues |
Επίθετο
επεξεργασίαinvaincu (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | invaincu | invaincus |
θηλυκό | invaincue | invaincues |
invaincu (fr)