inutilisable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ny.ti.li.zabl/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
inutilisable | inutilisables |
inutilisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
inutilisable | inutilisables |
inutilisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό