Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.tɔ.le.ʁabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
intolérable intolérables

intolérable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ανυπόφορος
  2. απαράδεκτος