intolérable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.tɔ.le.ʁabl/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
intolérable | intolérables |
intolérable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
intolérable | intolérables |
intolérable (fr) αρσενικό ή θηλυκό