intestin grêle
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
intestin grêle | intestins frêles |
intestin grêle (fr) αρσενικό
- (ανατομία) το λεπτό έντερο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
intestin grêle | intestins frêles |
intestin grêle (fr) αρσενικό