interrogatif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.tɛ.ʁɔ.ɡa.tif/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | interrogaif | interrogaifs |
θηλυκό | interrogaive | interrogaives |
interrogatif (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | interrogaif | interrogaifs |
θηλυκό | interrogaive | interrogaives |
interrogatif (fr) αρσενικό