interrogé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | interrogé | interrogés |
θηλυκό | interrogée | interrogées |
Επίθετο
επεξεργασίαinterrogé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | interrogé | interrogés |
θηλυκό | interrogée | interrogées |
interrogé (fr)