intermusculaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- intermusculaire < inter- + musculaire
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
intermusculaire | intermusculaires |
intermusculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο μύωνες