Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɛ̃.tɛ.li.ʒi.bi.li.te/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
intelligibilité intelligibilités

intelligibilité (fr) θηλυκό