institutionnel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | institutionnel | institutionnels |
θηλυκό | institutionnelle | institutionnelles |
Επίθετο
επεξεργασίαinstitutionnel (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | institutionnel | institutionnels |
θηλυκό | institutionnelle | institutionnelles |
institutionnel (fr)