inspecté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inspecté | inspectés |
θηλυκό | inspectée | inspectées |
Επίθετο
επεξεργασίαinspecté (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inspecté | inspectés |
θηλυκό | inspectée | inspectées |
inspecté (fr)