insistant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | insistant | insistants |
θηλυκό | insistante | insistantes |
Επίθετο
επεξεργασίαinsistant (fr)
Μετοχή
επεξεργασίαinsistant (fr)
- → δείτε τη λέξη insister
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | insistant | insistants |
θηλυκό | insistante | insistantes |
insistant (fr)
insistant (fr)