inoccupation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
inoccupation (en)
- η αεργία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
inoccupation | inoccupations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
inoccupation (fr) θηλυκό
- η αεργία
inoccupation (en)
ενικός | πληθυντικός |
inoccupation | inoccupations |
inoccupation (fr) θηλυκό