Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

inoccupation (en)

  1. η αεργία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
inoccupation inoccupations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

inoccupation (fr) θηλυκό

  1. η αεργία