inhibitory
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία en επεξεργασία
inhibitory < inhibit + -ory < inhibit < 1425-75· ύστερα μεσοαγγλικά: inhibiten < λατινικά inhibitus, παθητική μετοχή αορίστου του inhibēre: «περιορίζω» < in- + -hibēre: συνδυαστική μορφή του habēre: «έχω, κατέχω, κρατώ»
Προφορά επεξεργασία
/ɪnˈhɪbɪtɔːri/
Επίθετο επεξεργασία
inhibitory