industrialisé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | industrialisé | industrialisés |
θηλυκό | industrialisée | industrialisées |
Επίθετο
επεξεργασίαindustrialisé (fr)
- (για κράτη, περιοχές, κλπ) βιομηχανοποιημένος
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | industrialisé | industrialisés |
θηλυκό | industrialisée | industrialisées |
industrialisé (fr)