indu
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
indu | indus |
indu (fr) αρσενικό
- (νομική) το μη οφειλόμενο
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | indu | indus |
θηλυκό | indue | indues |
indu (fr)