indéfendable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
indéfendable | indéfendables |
Επίθετο επεξεργασία
indéfendable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που δεν μπορεί να υποστηριχθεί
ενικός | πληθυντικός |
indéfendable | indéfendables |
indéfendable (fr) αρσενικό ή θηλυκό