in touch
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαin touch (en)
- (ιδιωματισμός) ενημερωμένος, ξέρω τι συμβαίνει σε ένα συγκεκριμένο θέμα ή τομέα
- ⮡ I’m not in touch with politics in Greece./I don’t keep in touch with politics in Greece.
- Δεν είμαι ενημερωμένος στα πολιτικά της Ελλάδας.
- ⮡ I’m not in touch with politics in Greece./I don’t keep in touch with politics in Greece.