Ετυμολογία

επεξεργασία
in total < → δείτε τις λέξεις in και total

  Έκφραση

επεξεργασία

in total (en)

  • συνολικά
    In total 24 forest fires broke out in the last twenty four hours.
    Συνολικά 24 δασικές πυρκαγιές εκδηλώθηκαν το τελευταίο εικοσιτετράωρο.

Συνώνυμα

επεξεργασία